- ἄτλητος
- ἄτλητοςnot to be bornemasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
άτλητος — ἄτλητος και (δωρ. τ.) ἄτλατος, ον (Α) 1. ο αφόρητος 2. αυτός που δεν έπρεπε να τολμηθεί, ο παράτολμος 3. ο ανίκανος να υπομείνει κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + (θ.) τλᾱ , τλήναι] … Dictionary of Greek
ἀτλήτως — ἄτλητος not to be borne adverbial ἄτλητος not to be borne masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄτλητον — ἄτλητος not to be borne masc/fem acc sg ἄτλητος not to be borne neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀτλήτοιο — ἄτλητος not to be borne masc/fem/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀτλήτοις — ἄτλητος not to be borne masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀτλήτοισιν — ἄτλητος not to be borne masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀτλήτου — ἄτλητος not to be borne masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀτλήτους — ἄτλητος not to be borne masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀτλήτῳ — ἄτλητος not to be borne masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄτλητα — ἄτλητος not to be borne neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)